- αυλάκωση
- (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία σειρά διαδικασίες μέσα στον πυρήνα και το κυτταρόπλασμα των κυττάρων (κυτταρική διαίρεση).
Όταν ένα απλό, ισολεκιθικό ωάριο γονιμοποιείται, διαιρείται έπειτα με μίτωση και σχηματίζει ένα έμβρυο, που αποτελείται από δύο κύτταρα. Η γραμμή της πρώτης διαίρεσης περνάει τόσο από τους φυτικούς, όσο και από τους ζωικούς πόλους του ωάριου, χωρίζοντάς το, στο κέντρο, σε δύο ισοδύναμα κύτταρα. Αμέσως μετά ακολουθεί μια δεύτερη α.-διαίρεση, που περνάει επίσης από τους πόλους των κυττάρων (τώρα ονομάζονται έμβρυα), αλλά σε κάθετο επίπεδο με την πρώτη διαίρεση, διαιρώντας τα δύο κύτταρα σε τέσσερα. Η τρίτη διαίρεση είναι οριζόντια σε κάθετο άξονα προς τις άλλες δύο και χωρίζει τα κύτταρα σε 8, τέσσερα επάνω και τέσσερα κάτω από τη γραμμή α. Παραπέρα διαιρέσεις χωρίζουν τα κύτταρα σε 16, 32 κλπ. Οι διαιρέσεις-α. όμως, μετά τον αριθμό 32 είναι κάπως ακανόνιστες. Τα κύτταρα που σχηματίζονται γίνονται διαδοχικά μικρότερα και ο συνολικός όγκος που έχουν είναι μικρότερος από τον αρχικό, γιατί πολλές εναποθηκευμένες τροφές καταναλώνονται για να δημιουργηθεί η κατάλληλη ενέργεια που χρησιμοποιείται στη διαδικασία της α.
* * *και αυλακωσιά, η1. το αυλάκωμα2. η ράβδωση3. πληθ. ελικοειδείς ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης πυροβόλου μέσω των οποίων δίνεται περιστροφική κίνηση στο βαλλόμενο βλήμα4. φάση της εμβρυογένεσης στα ζώα που χαρακτηρίζεται από διαδοχικές μιτώσεις του γονιμοποιημένου αβγού, χωρίς αποχωρισμό των θυγατρικών κυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. στον πληθ., αυλακώσεις, μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φιλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.